Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΜΙΓΚΕΛΟ και ΡΑΣΤΙΚ


Μια φορά κι ένα καιρό,
σ' ένα πολύ μικρό χωριό, ζούσαν δύο φίλοι,
ο Μιγκέλο και ο Ράστικ. Από μικροί 
έμειναν ορφανοί και οι δύο. Μεγάλωσαν μαζί 
σε κάποια άλλη οικογένεια.



Από τότε ζούσαν στο σπίτι του πεταλωτή του χωριού και της γυναίκας του. Ήταν ένα 
πολύ αγαπημένο ζευγάρι και φρόντισαν τα παιδιά όσο καλύτερα μπορούσαν.
Έμαθαν και στους δύο όχι μόνο το επάγγελμα του πεταλωτή, αλλά και το πως να 
κάνουν διάφορες κατασκευές με σίδηρο και ξύλο. Τους δίδαξαν με τα λόγια και με τις
πράξεις, το πόσο σημαντική είναι η αγάπη, η φιλία, ο σεβασμός, η ελευθερία. Όταν
κάποτε οι δύο νέοι αποφάσισαν να φύγουν από το χωριό και να πάνε σε μια μεγάλη
πόλη, σαν δώρο από το πεταλωτή πήραν από ένα πέταλο ο καθένας και από τη 
σύζυγό του από ένα μαντήλι. Συγκινήθηκαν όταν είδαν, ότι στο κάθε μαντήλι ήταν 
κεντημένα το Μ και Ρ. Τα αρχικά και δύο ονομάτων. Αυτή ήταν η επιθυμία της. Να 
μην χωρίσουν τα παιδιά ποτέ, να μην μείνουν μόνα τους και να προσέχει ο ένας τον άλλον. Μετά από πολλές αγκαλιές και πολλά δάκρυα ξεκίνησαν οι δύο νέοι το ταξίδι τους. Έφτασαν στη πόλη μετά από πολλές μέρες. Ήταν κι οι δύο πολύ κουρασμένοι,
αλλά και πολύ χαρούμενοι ταυτόχρονα.Σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφεραν να 
βρουν σπίτι και δουλειά.Ο Μιγκέλο έγινε βοηθός ενός σιδερά, ενώ ο Ράστικ βοηθός εκείνου του πανδοχέα, όπου έμειναν τις πρώτες μέρες που πρωτοήρθαν στη πόλη. 
Έκαναν υπομονή και όνειρα. Ήθελαν να κάνουν τη δική τους δουλειά. Είχαν και οι 
δύο την ικανότητα, την εμπειρία, τις γνώσεις και τη διάθεση, να υλοποιήσουν  όλα 
αυτά τα όνειρα. Περνώντας όμως ο καιρός άρχισαν να απογοητεύονται. 
Για τους ντόπιους παρέμεναν δύοξένοι, που ήρθαν από το χωριό στη πόλη. Πολλοί
τους θεωρούσαν κατώτερους κι ανάλογη ήταν κι η συμπεριφορά τους. Τις αξίες που 
οι ίδιοι είχαν διδαχτεί, εδώ έβλεπαν πως δεν τις έχει σχεδόν κανένας. Έτσι λοιπόν αν 
κάποιος τους φερόταν με λίγο περισσότερο σεβασμό,τον ένιωθαν' 'φίλο'' τους,μέχρι ν' αποδειχτεί το αντίθετο. Σ' ένα τέτοιο φίλο εξομολογήθηκε ο Μιγκέλο την αγάπη 
του για την όμορφη κόρη ενός εμπόρου της περιοχής. Στα μάτια του ''φίλου'' είδε την υποτίμηση κι από το στόμα του άκουσε λόγια, που δεν είχε ακούσει ποτέ στη ζωή 
του.Σαν να είχε κάνει κακό στον έμπορο και στη κόρη του. Αυτό τον πείσμωσε πολύ. Θαρχόταν η στιγμή που θα την παντρευόταν και όλοι θα μετάνιωναν για τα λόγια 
που του έλεγαν. Ο  Ράστικ είχε άλλη άποψη. Περνούσε κι ο ίδιος άσχημα στη πόλη 
και είχε αποφασίσει να συνεχίσει το ταξίδι του, πηγαίνοντας σε κάποιο άλλο μέρος, 
όπου θα μπορούσε να φτιάξει τη ζωή του όπως ο ίδιος ήθελε και πράγματι την άλλη 
μέρα έφυγε.Ο Μιγκέλο μόνος του τώρα πια, άρχισε να αλλάζει κι αυτός τη δική του 
ζωή. Άνοιξε το δικό του μαγαζί και έκανε διάφορες κατασκευές.Είχε φαντασία κι 
έφτιαχνε τόσο όμορφα πράγματα, που σιγά-σιγά η φήμη του πέρασε τα σύνορα της πόλης που ζούσε. Αυτή η δουλειά του έφερε και μεγάλο πλούτο.Οι άνθρωποι γύρω 
του έδειχναν τον απαιτούμενο σεβασμό, αλλά αυτός ήξερε πια πως ήταν ψεύτικος. 
Ακόμα και ο ''φίλος'' του, είχε αλλάξει συμπεριφορά και τρόπους. Μάλιστα ήταν 
διατεθειμένος να τον βοηθήσει και να μιλήσει αυτός στον έμπορο σχετικά με τη κόρη του. Δεν χρειάστηκε όμως, γιατί λίγες μέρες μετά ο πατέρας με τη κόρη του, τον επισκέφτηκαν στο μαγαζί του. Είδε και στη δική τους συμπεριφορά την ίδια αλλαγή, 
που έβλεπε σε όλους. Αντί να χαρεί που τους είδε, αντίθετα, αυτός λυπήθηκε.Σαν να καθάρισε το μυαλό του έτσι ξαφνικά και όταν έφυγαν,άνοιξε το ξύλινο κουτί που είχε φυλαγμένα μέσατο πέταλο και το μαντήλι. Θυμήθηκε τις αξίες του, τα όνειρά του και 
τους λίγους ανθρώπους που τον αγάπησαν πραγματικά.  Έκλαψε για πολλή ώρα, 
σαν μικρό παιδί.
Ο Ράστικ διέσχισε σχεδόν όλη τη πολιτεία και εγκαταστάθηκε σε μια όμορφη πόλη, 
που οι κάτοικοί της τον καλοδέχτηκαν από την αρχή. Έφτιαξε τη δική του δουλειά,
την δική του οικογένεια και ήταν σχεδόν ευτυχισμένος. Του έλειπαν ο Μιγκέλο και οι άνθρωποι που τον μεγάλωσαν.  Έτσι κάποια μέρα αποφάσισε να πάει να τους δει. 
Η χαρά των δύο αντρών όταν ξανασυναντήθηκαν ήταν πολύ μεγάλη.  Είπαν τα νέα 
τους, θυμήθηκαν τα νεανικά τους χρόνια και τα όνειρα που έκαναν και κάπως έτσι αποφάσισαν να ξεκινήσουν μαζί την επόμενη μέρα για το χωριό τους.Πολλά είχαν 
αλλάξει από τότε που έφυγαν από εκεί, αλλά ποτέ δεν ξέχασαν τους ανθρώπους 
που τους μεγάλωσαν. 
Ο πεταλωτής και η γυναίκα του, όταν αντίκρυσαν  δύο άντρες να έρχονται προς το 
σπίτι τους κατάλαβαν, ότι είναι τα παιδιά της καρδιάς τους. Άνοιξαν την αγκαλιά τους 
και τους έσφιξαν με μεγάλη λαχτάρα και χαρά. Ήξεραν οι δύο αυτοί άντρες, ότι και οι 
δύο αγαπήθηκαν πολύ κι αληθινά,από αυτό το ζευγάρι κι ένιωθαν ευγνωμοσύνη κι 
μεγάλη αγάπη γι'αυτούς.
Μετά από λίγες μέρες, οι δυο άντρες πήραν το δρόμο της επιστροφής.Ο πεταλωτής 
και η γυναίκα του δεν τους ακολούθησαν, αλλά βλέποντάς τους να απομακρύνονται ένιωσαν πολύ περήφανοι και για τους δύο. Ήταν σύμφωνοι με τα μελλοντικά σχέδια 
ζωής των δύο παιδιών. Και όπως τα είχαν συζητήσει, έτσι και έγιναν όλα. Ο Μιγκέλο 
χάρισε το μαγαζί του στο βοηθό του. Σε έναν νέο άνθρωπο που αγάπησε πολύ 
αυτή τη δουλειά όπως κι ο ίδιος και που είχε την τύχη να βρει την αγάπη,ενώ ήταν 
φτωχός. Ήταν σίγουρος, ότι ο πλούτος δεν θα αλλοίωνε το χαρακτήρα του, αλλά 
αντίθετα θα βοηθούσε κι αυτός με τη σειρά του, κάποιους άλλους ανθρώπους. 
Φεύγοντας από αυτή τη πόλη, το μοναδικό που πήρε ο Μιγκέλο μαζί του, ήταν το 
ξύλινο κουτί  που του έφτιαξε ο πεταλωτής. Τόσο το δικό του,όσο και του Ράστικ, τα τοποθέτησαν σε περίοπτη θέση μέσα στο μαγαζί που έφτιαξανμαζί οι δύο άντρες. 
Όλοι τα έβλεπαν, αλλά μόνο αυτοί οι δύο ήξεραν την πραγματική  αξία που είχαν δύο πέταλα και δύο κεντημένα μαντήλια. 
'' Θείε  Μιγκέλο, πες μας πάλι την ιστορία για σένα και το μπαμπάέλα πες μας''  
λέει ο μικρότερος γιος του Ράστικ, ''ώρα για ύπνο παιδιά, αύριο πάλι''
απαντάει  χαμογελώντας ο Μιγκέλο. ---










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου