Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Χ Ρ Υ Σ Α Φ Ε Ν Ι Α





Μια φορά και ένα καιρό
στη χώρα του παραμυθιού,
υπήρχε ένα χωριουδάκι
δίπλα στη θάλασσα.



Οι κάτοικοί του άλλοι καλοί, άλλοι λιγότερο καλοί άνθρωποι, ήταν φτωχοί μεν,αλλά 
πολύ εργατικοί.Δούλευαν τη γη και όργωναν τη θάλασσα μέρα και νύχτα.Κάποτε σε 
αυτό το χωριό γεννήθηκε ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι. Το πραγματικό της όνομα έχει
ξεχαστεί μέσα στον χρόνο όλοι όμως την θυμούνται όπως την φώναζε ο πατέρας 
της  ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ.. Οι γονείς της  ήταν δύο άνθρωποι φτωχοί και πολύ καλοί, δεν 
είχαν ούτε πονηριά ούτε ζήλεια. Ο πατέρας της ήταν ψαράς. .Οι συγχωριανοί όταν 
έβλεπαν την βάρκα του να πλησιάζει στην ακτή, έτρεχαν όλοι  σ' αυτόν. Ήταν ο αγαπημένος ψαράς του χωριού. Η πρώτη όμως που έφτανε στη βάρκα ήταν πάντα 
η μητέρα της, που κάθε φορά τον περίμενε με αγωνία να γυρίσει γερός πίσω στο 
σπίτι τους.Ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι και όσο έφτανε η ώρα να γεννηθεί το μωρό 
τους, τόσο πιο πολύ μεγάλωνε και η αγάπη τους. 
Κάπως έτσι λοιπόν έφτασε η στιγμή που ήρθε στη ζωή το όμορφο κοριτσάκι τους.
Ήταν εκείνη η μέρα  που η μικρή τους πήρε σαν δώρο την πρώτη μα και τελευταία αγκαλιά από τη μαμά της και μαζί την πρώτη και τελευταία ευχή της.  Πήρε όμως και μία υπόσχεση. Της είπε η μαμά της ψιθυριστά, 
''κοριτσάκι μου πρέπει να φύγω, αλλά δεν θα σε αφήσω ποτέ. Θα είμαι πάντα κοντά 
σου. Όταν θα με χρειάζεσαι να μου μιλάς και εγώ θα έρχομαι δίπλα σου, σε αγαπώ 
πολύ.'' Με αυτά τα λόγια  έκλεισε τα μάτια της και ανέβηκε στον ουρανό. Πέρασε ο 
καιρός, και η Χρυσαφένια συνήθισε τη ζεστασιά της αγκαλιάς του πατέρα της και τα 
όμορφα λόγια του. Όμως και αυτός κάποια μέρα έπρεπε να φύγει, γιατί η θάλασσα 
τον καλούσε και οι ψαριές του τον περίμεναν. Έτσι αναγκαστικά την άφησε σε μια 
κυρία που ήταν γειτόνισσα, η οποία τα είχε καταφέρει τόσα χρόνια να ξεγελάσει 
όλους τους συγχωριανούς της ότι ήταν καλός άνθρωπος, ενώ ήταν πολύ πονηρή 
και κακιά. Ζήλευε τον ψαρά και την γυναίκα του και από την ώρα που έμεινε μόνος 
του, στο μυαλό της είχε το πως να τον κάνει άντρα της και να μεγαλώσει μαζί του τα 
δύο παιδιά της. Όμως την Χρυσαφένια δεν την ήθελε. Της ήταν εμπόδιο. Μετά από 
λίγο καιρό κατάφερε αυτό που ήθελε.
Παντρεύτηκε τον ψαρά . Είχε αρχίσει να λέει ψέμματα για την 
Χρυσαφένια στους συγχωριανούς τους και να τους δημιουργεί αμφιβολίες για τον 
χαρακτήρα της. Τα ίδια έλεγε και στον πατέρα της κάθε φορά που γύριζε στο σπίτι του
Κάποιοι από αυτούς άρχισαν να 
φέρονται στη μικρή με λύπη και συμπόνια και άλλοι με καχυποψία. Ακόμα και στο 
μυαλό του πατέρα μπήκε η αμφιβολία, αλλά και η ανησυχία. Η  Χρυσαφένια  όμως
αντίθετα φερόταν σε όλους καλά.Ήταν υπάκουη στη μητριά της,δεν παραπονέθηκε 
ποτέ στον πατέρα της για τα αδέλφια της.
Της έλειπε πολύ η μαμά της, στενοχωριόταν που δεν την είχε κοντά της.Τα αδέλφια 
της, αγόρια και τα δύο, την φόβιζαν πολύ και τους απέφευγε. Δεν ήξερε και ποτέ δεν κατάλαβε, γιατί είχαν τόσο κακή συμπεριφορά απέναντί της. Όταν έπεφτε ο ήλιος 
πήγαινε στη θάλασσα και καθόταν μόνη της, μέχρι να πάρουν τα κύματα όλη τη 
θλίψη της. Εκεί στη θάλασσα κάποιο βράδυ με βουβά κλάματα και με μεγάλη απόγνωση, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει με τη φωνή της καρδιάς της, τη μαμά 
της. Ξαφνικά ένιωσε ένα  άγγιγμα, σαν κάποιος να της κρατάει το χέρι της, σαν να 
ήθελε να την καθησυχάσει  και να την ηρεμήσει. Ένιωσε αμέσως τόσο μεγάλη 
ασφάλεια που σταμάτησε να κλαίει και άνθισε ένα χαμόγελο στα χείλη της. Ήταν πολύ σίγουρη πως δίπλα της ήταν η μαμά της, ήρθε για να της δώσει τη δύναμη 
αυτή που χρειαζόταν για να αντέχει τα προβλήματά της.Έτσι όταν γυρνούσε πίσω 
στο σπίτι της ήταν πολύ χαρούμενη και αυτό ήταν που θύμωνε την μητριά της και 
τα αδέλφια της. Μάλιστα ένιωθαν και κάποιο φόβο, γιατί δεν ήξεραν τι ήταν αυτό 
που την έκανε τόσο δυνατή.Πολλές φορές κρυφά από όλους πήγαινε σε μια μεγάλη 
κυρία που ήξερε γράμματα και της έμαθε να γράφει και να διαβάζει.Της έλεγε 
πολλές ιστορίες για την μαμά της και τον μπαμπά της και αυτή δεν κουραζόταν να 
την ακούει 
Γυρνώντας ο ψαράς από ένα πολυήμερο ταξίδι, αντίκρυσε με πολύ μεγάλη χαρά το 
χωριό του. Δεν του έλειπε το σπίτι του, παρά μόνο η κόρη του. Δεν ήταν καθόλου ευτυχισμένος και η απογοήτευση για τα αγόρια του ήταν μεγάλη. Δεν ήθελαν την 
αδελφή τους και η μητέρα τους ποτέ δεν την ένιωσε σαν παιδί της. Μιλούσαν για 
την  μοναχοκόρη του άσχημα και τον έκαναν να αισθάνεται πολύ μόνος.Έτσι πήρε 
και την μεγάλη απόφαση. 
Πήρε τη κόρη του και έφυγαν για πάντα από το χωριό. Έκαναν έτσι για  σπίτι τους το ψαροκάϊκο και μαζί ταξίδεψαν σε άλλα γνωστά και άγνωστα μέρη. Όπου είχαν καλή 
ψαριά, έβγαιναν στη στεριά και πουλούσαν τα ψάρια τους, αγόραζαν προμήθειες και
συνέχιζαν το ταξίδι τους.Ο ψαράς έβλεπε τη κόρη του κάποιες φορές να φεύγει από 
κοντά του και να κάθεται μόνη της. Του φαινόταν πολύ περίεργο, αλλά ποτέ δεν την ρώτησε. Κάποια φορά πήγε κοντά της και κάθησε δίπλα της χωρίς  να της μιλήσει. 
Τέτοια ηρεμία και τόση γαλήνη στη ψυχή του δεν είχε νιώσει ποτέ. Σαν κάποιος να 
του κρατάει το χέρι και να του ζεσταίνει τη καρδιά.'' Η μαμά είναι εδώ, είναι μαζί μας'' 
είπε η Χρυσαφένια. Δεν ξαναμίλησαν μέχρι που ξημέρωσε η καινούργια μέρα. Ήταν 
και οι δύο πολύ ευτυχισμένοι. Κάθε μέρα καθόντουσαν μαζί, αμίλητοι και περίμεναν 
να έρθει. Κι αυτή ποτέ δεν τους ξέχασε. Αν και πάντα οι ψαριές τους ήταν πολύ καλές κάποια μέρα ήταν τέτοια η τύχη τους, λες και ο θεός τους είχε στείλει όλα τα μεγάλα 
και καλύτερα ψάρια στα δίχτυα τους. Βγήκαν στη στεριά να τα πουλήσουν και έμειναν έκπληκτοι από την ομορφιά αυτού του τόπου.Ήταν ένα μέρος πολύ όμορφο, σαν παραμυθένιο, πάρα πολύ διαφορετικό από όσα είχαν επισκεφτεί τόσο καιρό. 
Έπρεπε να φύγουν αλλά δεν το ήθελαν, αγάπησαν αυτό το τόπο.  Αυτή τη σκέψη 
είχαν στο μυαλό τους πατέρας και κόρη όταν ήρθε κοντά τους μια οικογένεια ντόπιων
Ήταν άνθρωποι  απλοί, καλοσυνάτοι, και πολύ ευγενικοί.  Ήθελαν την Χρυσαφένια 
να την κάνουν κόρη τους, παιδί τους, να ζήσει με τον γιο τους. Όση ώρα ο ψαράς κι
η κόρη του πουλούσαν τα ψάρια τους,αυτοί  θαύμαζαν όχι μόνο την ομορφιά της,
αλλά και τον όμορφο τρόπο που μιλούσαν πατέρας και κόρη με τον κόσμο. Ο γιος τους ήταν ένας νέος και όμορφος άντρας που ήθελε να κρατήσει την Χρυσαφένια 
μαζί του για πάντα. Βλέποντας ο ψαράς μας, ότι και η κόρη του ήθελε το ίδιο 
συμφώνησε αμέσως. 
Όλα πήγαν καλά και οι δύο νέοι ζήτησαν από το ψαρά να μείνει μαζί τους να μην 
ξαναφύγει. Ο ψαράς μας συγκινημένος πολύ το δέχτηκε. Όμως το σπίτι του ήταν το καϊκι του. Εκεί περίμενε κάθε μέρα να έρθει η αγαπημένη του γυναίκα. Και ποτέ δεν 
ήταν μόνος του. Άλλη φορά ήταν μαζί του η κόρη του που περίμενε τη μαμά της, 
άλλη φορά τα δύο του εγγόνια που περίμεναν τη γιαγιά τους και κάποιες φορές ήταν 
όλοι μαζί και την περίμεναν για να ενωθεί όλη η οικογένεια.
Και πάντα πήγαινε και τους έκλεινε όλους στην αγκαλιά της.----

                                                                             ΤΕΛΟΣ

             
Γεωργία Σουσάνη  21/01/2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου